- νεότευκτος
- νεό-τευκτος (τεύχω): newly wrought, Il. 21.592†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νεότευκτος — newly wrought masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότευκτος — η, ο (Α νεότευκτος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευκτος (< τεύχω… … Dictionary of Greek
νεότευκτον — νεότευκτος newly wrought masc/fem acc sg νεότευκτος newly wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτεύκτου — νεότευκτος newly wrought masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτεύκτους — νεότευκτος newly wrought masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτεύκτων — νεότευκτος newly wrought masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek